τριτεγγυώμαι

τριτεγγυώμαι
Ν
(νομ.) παρέχω τριτεγγύηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + εγγυώμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριτεγγυητής — ο, Ν (νομ.) αυτός που παρέχει την τριτεγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριτεγγυώμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη] …   Dictionary of Greek

  • τριτεγγύηση — η, Ν (εμπ. δίκ.) η διατυπούμενη στο σώμα τής συναλλαγματικής ανάληψη αυτοτελούς υποχρεώσεως από τρίτο πρόσωπο για εξόφληση τού ποσού τής συναλλαγματικής σε περίπτωση αδυναμίας τού εκδότη να τήν εξοφλήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριτεγγυώμαι. Η λ., στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”